Ἄκω

Ἄκω
Ἄκης
masc gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκῶ — ἀκέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀκέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειάκω — και θειακούλα, η υποκορ. τού θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλεκτικής προελεύσεως τ. < θεία + κατάλ. ακω, θηλ. τής υποκορ. κατάλ. ακος. Επειδή ίσως η κατάλ. ακω είναι σπάνια, ο υποκορισμός δεν γινόταν πιθ. αισθητός, πράγμα που οδήγησε… …   Dictionary of Greek

  • California State University, East Bay — Coordinates: 37°39′25″N 122°03′28″W / 37.65694°N 122.05778°W / 37.65694; 122.05778 …   Wikipedia

  • ακ- — [ἄκαινα, ἀκαλήφη, ἄκανθα, ἄκανος, ἄκαστος, ἀκαχμένος, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή, ἄκμων, ἀκόνη, ἄκορνα, ἀκοστή, ἀκούω, ἀκράχολος, ἀκρεμών, ἀκριβής, ἄκρις, ἄκρος, ἀκροῶμαι, ἀκτή, ἀκωκή, ἄκω, ἄχνη, ἄχυρον, ὄκρυς, ὀξύς] Γλωσσ. ρίζα εκατοντάδων λέξεων τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”